- διαγράμμιση
- [-ις (-εως)] η , διαγράμμισμός ο линование, расчерчивание
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαγράμμιση — η 1. διαίρεση μιας επιφάνειας με γραμμές, χαράκωμα, ρίζωμα 2. σε επιταγές, η προσθήκη διαγωνίως δύο παράλληλων γραμμών για μεγαλύτερη ασφάλεια σε περίπτωση που χαθούν … Dictionary of Greek
διαγραμμισμός — ο (AM διαγραμμισμός) ή διαγράμμιση 1. παιχνίδι το οποίο παίζεται με πεσσούς που κινούνται πάνω σε διαγραμμισμένο άβακα, παρόμοιο με τη σημερινή ντάμα … Dictionary of Greek
Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην … Dictionary of Greek